-
1 απεικόνιση
[апикониси] ουσ. Θ. изображение, воспроизведение,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > απεικόνιση
-
2 изображение
1. (картина, рисунок) η εικόν/α, η απεικόνισηувеличивать - μεγεθύνω την -, κάνω μεγέθυνση της - αςуменьшать - σμικρύνω/μικραίνω την -, κάνω σμίκρυνση της - αςрадиолокационное - η εικόνα/το στίγμα στο ραντάρрезкое - έντονη -, ευδιάκριτη -2. опт. η εικόναраздвоенное (тлв.) - διπλή -чёткое - ευδιάκριτη -, καθαρή -3. мат. το σχήμα, η παράσταση· аксонометрическое - αξονομετρικό - 4. (действие) η αναπαράσταση, η απεικόνισηграфическое - γραφική -, το διάγραμμαтопографическое - τοπογραφική -, η τοπογραφική αποτύπωσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > изображение
-
3 отображение
1. мат. η απεικόνιση. - в себя - ο αυτομορφισμός 2. (изображение, воспроизведение) η (ανα)παράσταση, η απεικόνιση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > отображение
-
4 изображение
изображение с 1) (действие) η περιγραφή, η απεικόνιση 2) (картина) η εικόνα* * *с1) ( действие) η περιγραφή, η απεικόνιση2) ( картина) η εικόνα -
5 отражение
-
6 изображение
изобра||жениес1. (действие) ἡ ἀπεικόνιση [-ις], ἡ ἀνα-παράσταση [-ις]·2. (картина, образ) ἡ είκόνα, ἡ ἀπεικόνιση [-ις] / ἡ φωτογραφία (на фотографии) / τό πορτραίτο (портрет)/ ἡ ἀποτύπωση [-ις] (в книге и т. п.):\изображениежение в зеркале ἡ ἀντανάκλαση στον καθρέφτη. -
7 изображение
-я ουδ.απεικόνιση, παράσταση εικόνα, πίνακας, ζωγραφιά•изображение действительности απεικόνιση της πραγματικότητας.
|| αντανάκλαση, αντικατοπτρισμός•изображение в зеркале το καθρέφτισμα.
-
8 образ
образ 1-а α.1. μορφή, εικόνα, όψη είδος, σχήμα. || παρουσιαστικό, φιγούρα, φόρμα.2. απεικόνιση•образ внешнего мира απεικόνιση του εξωτερικού κόσμου.
3. (για έργο λογοτεχνικό, Τέχνης κ.τ.τ.) τύπος, χαρακτήρας.4. τρόπος•образ жизни τρόπος ζωής•
образ правления μορφή διοίκησης•
образ мыслей τρόπος σκέψης ή του σκέπτεσθαι•
образ действия τρόπος ενέργειας (δράσης).
5. οε οργ. πτ. μεεπ. ή αντων. χρησιμοποιείται σανεπιρ. με τη σημασία από το επίθετο): коренным -ом ριζικά•насильственным -ом δυναμικά•
главным -ом κυρίως, βασικά, προ πάντων, κατ εξοχήν•
никоим -ом με κανένα τρόπο•
равным -ом εξ ίσου•
некоторым -ом ως ένα βαθμό•
тем или иным -ом με τον ένα ή τον άλλο τρόπο•
следующим -ом με τον ακόλουθο τρόπο•
каким -ом? με τι τρόπο; πως;•
наилучшим -ом κατά τον καλύτερο τρόπο•
надлежащим -ом όπως χρειάζεται, δεόντως•
таким -ом μ αυτόν τον τρόπο, κατ αυτόν τον τρόπο, έτσι•
иным -ом κατ άλλον τρόπο.
εκφρ.в -е – εν είδη, ως, σαν•по -у и подобию – κατ εικόνα και ομοίωση•утратить (потерять) человеческий образ – χάνω την ανθρώπινημορφή (χάνω τον ανθρωπισμό, αποκτηνώνομαι).образ 2-а, πλθ. -а α. (εκκλσ.) εικόνα,εικόνισμα•образ Богородицы εικόνα της Θεοτόκου.
-
9 отображение
-я ουδ.απεικόνιση, παράσταση•отображение жизни απεικόνιση της ζωής.
|| αναπαράσταση. -
10 отражение
1. (света и т.п) η (αντανάκλαση, о κατοπτρισμός 2. (отталкивание) η απώθηση, η άπωση 3. (отображение) η αποτύπωση, η απεικόνιση 4. (удара) η απόκρουση 5. (звука) η απήχηση, η αντήχησηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > отражение
-
11 верный
верн||ыйприл1. (преданный) πιστός, Εμπιστος, ἀφοσιωμένος:\верный своему́ слову πιστός στό λόγο μου·2. (надежный) ἀσφαλής, σίγουρος:\верныйое средство τό ἀσφαλές (или σίγουρο) μέσο, τό ἀποτελεσματικό μέσο· \верный источник ἡ ἀσφαλής πηγή·3. (правильный) σωστός, ὀρθός/ ἀκριβής (точный):\верныйая мысль ἡ σωστή σκέψη· \верныйое время ἡ ἀκριβής ῶρα· \верныйое изображение ἡ ἀκριβής ἀπεικόνιση·4. (меткий, точный) ἀλάθευτος, σίγουρος, σταθερός, εὐσταθής:\верный глаз τό ἀλάθευτο μάτι· \верныйая рука τό σίγουρο χέρι·5. (неизбежный, несомненный) σίγουρος, βέβαιος, ἀναμφίβολος:\верный выигрыш τό σίγουρο κέρδος· \верныйая смерть ὁ βέβαιος θάνατος, ὁ σίγουρος θάνατος. -
12 отображение
отобра||жениес ἡ ἀπεικόνιση [-ις]. -
13 отражение
отражени||ес1. (света и т. п.) ἡ ἀν-τανάκλαση [-ις], ἡ ἀνταύγεια, ὁ ἀντικατοπ-τρισμός/ ἡ ἀντήχηση [-ις] (звука)·2. (удара, нападения и т. п.) ἡ ἀποκρουση[-ις]·3. (изображение) ἡ ἐ!κόνα [-ών], τά ἀπεικόνισμα:увидеть свое \отражение в зеркале βλέπω τήν ἐΙκόνα μου στον καθρέφτη·4. (воспроизведение) ἡ ἀπεικόνιση·5. филос. ἡ ἀντανάκλαση:теория \отражениея ἡ θεωρία τῆς ἀντανάκλασης. -
14 бытовизм
-а α.περιγραφή, απεικόνιση της ζωής. -
15 верный
επ., βρ: -рен, -рна, -рно1. πιστός•верный друг πιστός φίλος•
верный слуг πιστός υπηρέτης•
-ая жена πιστή σύζυγος•
верный своим убеждениям πιστός στις ιδέες του.
2. σίγουρος•верный способ σίγουρος τρόπος.
3. αληθινός, -θής, πραγματικός, σωστός, ακριβής•-ое изображение πραγματική απεικόνιση•
-ое решение задачи σωστή λύση του προβλήματος•
верный перевод πιστή μετάφραση.
4. αναπόφευκτος•-ая гибель αναπόφευκτη (σίγουρη) καταστροφή.
5. αλάθευτος, -θητος•-ая рука σίγουρο χέρι.
-
16 изобразительность
-и θ.απεικόνιση, παραστατικότητα, γραφικότητα εκφραστικότητα. -
17 мелодраматизм
-а α.μελοδραματισμός. || υπερσυναισθηματικότητα, το εξεζητημένο, το αφύσικο στην απεικόνιση. -
18 описание
-я ουδ.1. περιγραφή, παράσταση, απεικόνιση.2. περιγραφή χαρακτηριστικών.3. καταγραφή.4. διαγραφή, σχεδίασμα. -
19 отражение
-я ουδ.1. απόκρουση, απώθηση•, отражение нападения απόκρουση επίθεσης. || αντίκρουση•отражение обвинения αντίκρουση των κατηγοριών.
2. (κυρλξ. κ. μτφ.) αντανάκλαση, (αντι)κατοπτρισμός αντίχηση• απήχηση•отражение св-та αντανάκλαση του φωτός•
отражение звука απήχηση, αντίχηση.
3. απεικόνιση•отражение жизни απεικόνισητης ζωής.
4. (φιλοσ.) αντανάκλαση•теория -я θεωρία της αντανάκλασης.
5. επίδραση. -
20 отчётливый
επ., βρ: -лив, -а, -оσαφής, διαυγής, εναργής, ευκρινής, ευδιάκριτος, καθαρός, λαγαρός•-об произношение καθαρή προφορά•
отчётливый почерк ευανάγνωστος γραφικός χαρακτήρας•
-ая мысль λαγαρή σκέψη•
-ые оттиски ευκρινή αποτυπώματα•
-ое изображение σαφής παράσταση (απεικόνιση).
- 1
- 2
См. также в других словарях:
απεικόνιση — η το να απεικονίζει κανείς: Η απεικόνιση του αυταρχικού Κρέοντα είναι άριστη στην τραγωδία «Αντιγόνη» … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
απεικόνιση — (Μαθημ.).Ας είναι Ι, I’ δύο οποιαδήποτε σύνολα, διάφορα από το κενό σύνολο. Στα μαθηματικά, λέγεται ότι υπάρχει μια α. του I στο I’, εάν σε κάθε στοιχείο α του Ι αντιστοιχεί με κάποιον καθορισμένο τρόπο ένα ή περισσότερα στοιχεία α’ του I’ έτσι… … Dictionary of Greek
γοργόνειο — Απεικόνιση Γοργόνας στην αρχαία ελληνική τέχνη. Στην αρχαιότερη περίοδο της τέχνης αυτής τα γ. ήταν πολύ διαδεδομένα. Όμως οι απεικονίσεις από τον 5o και τον 4o αι. π.Χ. άρχισαν να γίνονται όλο και πιο σπάνιες. Καθώς μάλιστα επικρατούσε η πίστη… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… … Dictionary of Greek
διάσταση — Όρος που χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει το μέγεθος, αναφορικά με το ύψος, το πλάτος και το μήκος. Επειδή η έννοια της δ. εμφανίζεται απλή και αυτονόητη, έως το 1910 δεν είχε δοθεί ένας αυστηρός ορισμός. Η εμπειρική προσέγγιση υπαγορεύει ότι… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
χάρτης — Φύλλο χαρτιού επάνω στο οποίο αποτυπώνεται συνήθως σε σμίκρυνση η επιφάνεια της Γης ή ένα τμήμα της, η διαμόρφωση του εδάφους με λεπτομέρειες, οι θάλασσες και οι ωκεανοί, η ουράνια σφαίρα ή μια περιοχή αυτής. X. είναι επίσης το έγγραφο που… … Dictionary of Greek